Το 2013 ήταν η πιο σκληρή χρονιά της κρίσης για την απασχόληση στην χώρα μας. Τον Ιούλιο το πλήθος των εργαζομένων έφτασε στο χαμηλότερο σημείο και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους η ανεργία βρέθηκε στο υψηλότερο σημείο. Μετά από περίπου τρισήμισυ χρόνια κρίσης, ένα εκατομμύριο εργαζομένοι είχαν φύγει από την αγορά εργασίας – σχεδόν ό ένας στους τέσσερεις – και πάνω από 800.000 είχαν προστεθεί στn στρατιά των ανέργων.
Έκτοτε παρότι σε απόλυτους αριθμούς η ανεργία υποχώρησε κατά 380,000 θέσεις (47 τοις εκατό), η απασχόληση ανέκτησε μόλις τις 290.000 θέσεις (29 τοις εκατό) από αυτές που έχασε. Σαν αποτέλεσμα το εργατικό δυναμικό της χώρας συνέχισε να συρρικνώνεται ευρισκόμενο, τον Ιανουάριο του 2017, στο χαμηλότερο σημείο του (Γράφημα Εικόνας 1).
Κοινό το μυστικό ότι η μετανάστευση υπήρξε ο βασικός «συντελεστής συρρίκνωσης» του εργατικού δυναμικού. Οι αριθμοί έρχονται απλά να επιβεβαιώσουν το γεγονός της μεγάλης εξόδου που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, η οποία ποσοστιαία υπερβαίνει και εκείνη της δεκαετίας του ΄60.
Στο γράφημα της Εικόνας 2 καταγράφεται πως αθροιστικά η καθαρή μετανάστευση υπερέβη τη μεταβολή του εργατικού δυναμικού που συνέβη στην χώρα από το 2010 μέχρι το 2016. Αν λάβουμε υπόψιν και το γεγονός ότι η ΕΛΣΤΑΤ το 2016 θεώρησε τους πρόσφυγες σαν εσωτερικούς μετανάστες, η συνολική καθαρή μετανάστευση πρέπει να έχει ήδη φτάσει τις 300.000 (±6 τοις εκατό του εργατικού δυναμικού απο την αρχή της κρίσης)!
Εκείνη λοιπόν την περίοδο του 2013-2014, η απασχόληση έφτασε στο «μεταπολεμικό ναδίρ». Έκτοτε η κοινωνία αγωνίζεται μέσα σε ένα διαρκές μνημονιακό πλαίσιο λιτότητας, που υπαγορεύουν οι δανειστές και εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις, να επιβιώσει, να επουλώσει τις πληγές της και να ανακάμψει. Οι αριθμοί έρχονται και εδώ να καταγράψουν την εναγώνια προσπάθεια που γίνεται στο «πολεμικό πεδίο» της εργασίας.
Από το 2013 σημειώνεται μια μικρή αλλά συνεχής αύξηση στο σύνολο των νέων προσλήψεων. Επίσης τα ισοζύγια των ροών απασχόλησης παραμένουν θετικά. Όσον αφορά την μορφή της εργασίας κυριαρχεί η αλλαγή του τοπίου υπέρ της μερικής και της εκ περιτροπής απασχόλησης. Στις νέες θέσεις εργασίας, η πλήρης απασχόληση έχει χάσει 8,7 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε τέσσερα χρόνια!(Πίνακας Εικόνας 3).
Μια τέτοια μεγάλη αλλαγή στις μορφές απασχόλησης των νέων προσλήψεων ήταν επόμενο να αρχίσει να επηρεάζει την ισχύουσα κατάσταση και στο σύνολο των υφιστάμενων θέσεων εργασίας. Έτσι, από το 2015 μέχρι το 2017, η πλήρης απασχόληση υποχωρεί υπέρ της μερικής στο σύνολο των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα (Πίνακας Εικόνας 4). Εάν μάλιστα υπολογίσουμε την αλλαγή συνολικά από το 2013 μέχρι το 2017, η πλήρης απασχόληση από 79,76 τοις εκατό μειώθηκε στο 77,35 τοις εκατό, δηλαδή κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια!
Όμως εκτός από τη μορφή της απασχόλησης, ένα άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό που αλλάζει είναι το επίπεδο των αποδοχών. Στον ίδιο Πίνακα παρατηρούμε ότι ενώ ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών εμφανίζεται αυξανόμενος, στην πραγματικότητα μένει σταθερός ή μειώνεται οριακά αν τον ανάγουμε κατά εργαζόμενο ή κατά θέση εργασίας. Διότι στον τελική εξίσωση πρέπει να υπολογίζουμε τον αριθμό των εργαζομένων και των θέσεων εργασίας.
Και εδώ είναι που προκύπει ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα σχετικά με τον αυξανόμενο αριθμό εργαζομένων σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις, ο οποίος από το 2015 μέχρι το 2017 αυξήθηκε κατά 46,7%! Με άλλα λόγια ο αριθμός εκείνων που αναγκάζονται να κάνουν περισσότερες από μία δουλειές για να επιβιώσουν, αυτοί και η οικογένειά τους!(Πίνακας Εικόνας 5).
Με δεδομένο λοιπόν ότι τα τελευταία τρία χρόνια στο σύνολο των εργαζομένων ο μέσος όρος των μηναίων αποδοχών κατά εργαζόμενο ή κατά θέση εργασίας έμεινε σταθερός ή μειώθηκε οριακά, ας εστιάσουμε τώρα την προσοχή μας στις κατηγορίες εργαζομένων που σύμφωνα με το ΕΡΓΑΝΗ αμείβονται με μικτές αποδοχές κάτω από 700 ευρώ μικτά, δηλ. α) κάτω από 500 ευρώ, β) από 501 μέχρι 600 ευρώ και γ) από 601 μέχρι 700 ευρώ.
Ο Πίνακας της Εικόνας 6 συμβάλλει στο να κατανοήσουμε τη σχέση αυτού του επιπέδου αμοιβών με τα όρια της φτώχειας στην χώρα μας, τα οποία από το 2010 μέχρι το το 2016 διαρκώς αναπροσαρμόζονται προς τα κάτω, παρότι η ακρίβεια στα περισσότερα αγαθά παραμένει σε επίπεδα προ κρίσης. Στην πραγματικότητα τα καθαρά ποσά που προκύπτουν για αυτούς τους εργαζόμενους όχι μόνο κινούνται στα όρια της φτώχειας, αλλά για τους περισσότερους κάτω από αυτά.
Και αλήθεια, πόσοι είναι αυτοί οι «φτωχοί εργαζόμενοι»; Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του 2017 αυτές οι τρεις κατηγορίες συνιστούν συνολικά ποσοστό 42,5 τοις εκατό, αυξημένο κατά μία μονάδα σε σχέση με το 2015 (Πίνακας Εικόνας 7). Την μεγαλύτερη άνοδο παρουσιάζει η κατηγορία από 501-600 ευρώ μικτά(καθαρά ±421-504) με 1,5 ποσοστιαία μονάδα, ενώ αντίθετα η κατηγορία 601-700 ευρώ μικτά(καθαρά ±505-588) εμφανίζει μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Με άλλα λόγια και σε αυτές τις τρεις κατηγορίες της φτώχειας, από το 2015 μέχρι το 2017 γίνεται αναδιανομή επί το φτωχότερον!
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την παραπάνω σύντομη ανασκόπηση των δεδομένων της απασχόλησης προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
- Παρότι μετά το 2013 προκύπτουν ολοένα και περισσότερες νέες θέσεις εργασίας αυτές χαρακτηρίζονται από αυξανόμενη αβεβαιότητα όχι μόνο για την απόκτηση, αλλά και για την διατήρησή τους. Αυτή η ανοδική τάση αβεβαιότητας σαν κυρίαρχη στις νέες θέσεις εργασίας σταδιακά επηρεάζει την κατάσταση και στο σύνολο των θέσεων εργασίας.
Είναι λοιπόν μισή αλήθεια να υπερτονίζεται η ποσοτική διάσταση στην αύξηση των θέσεων εργασίας και να παραβλέπεται το γεγονός της σταδιακής επικράτησης των ευέλικτων και προσωρινών μορφών απασχόλησης στο νέο εργασιακό τοπίο. Επίσης δεν πρέπει να συγχέεται η αναλογία πλήρους/μερικής απασχόλησης που ισχύει στο σύνολο των θέσεων εργασίας με την αναλογία που ισχύει στις νέες θέσεις εργασίας.
- Παρότι τα τελευταία τρία χρόνια το σύνολο των αποδοχών παρουσιάζεται αυξημένο, οι αμοιβές κατά εργαζόμενο ή θέση εργασίας παραμένουν καθηλωμένες ή σε οριακή μείωση. Επιπλέον, περίπου οι μισές νέες θέσεις εργασίες εξασφαλίζουν αμοιβές που κινούνται ή περικλείονται στα όρια της φτώχειας. Σαν αποτέλεσμα, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολείται σε περισσότερες από μία εργασίες αυξάνεται σημαντικά.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον ανακρίβεια, η αύξηση της μισθολογικής δαπάνης που έρχεται σαν φυσιολογικό επακόλουθο των αυξημένων θέσεων εργασίας να προβάλλεται σαν αύξηση των μέσων αποδοχών, όταν μάλιστα ο τελικός υπολογισμός κατά εργαζόμενο ή θέση εργασίας τεκμηριώνει στασιμότητα ή και μείωση.
- Μια από τις καταστροφικές συνέπειες της μετανάστευσης τα χρόνια της κρίσης είναι η απώλεια πολύτιμων θέσεων επιστημόνων, αναγκαίων στην χώρα για μια στέρεη και παραγωγική διέξοδο από την κρίση. Αυτή η απώλεια είναι καθοριστική για την ποιότητα της απασχόλησης και δεν μπορεί να αναπληρωθεί μόνο ποσοτικά από την αξιοποίηση προσφύγων. Πόσω μάλλον όταν αυτή η μετανάστευση εκφράζει και εντείνει το ήδη ζωτικό δημογραφικό μας πρόβλημα.
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι με προσφορά τέτοιων αβέβαιων και φτωχών νέων θέσεων εργασίας, η μεγάλη μεταναστευτική έξοδος δεν πρόκειται να ανακοπεί. Κατά συνέπεια η αναπόφευκτη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού είναι αυτή που προς το παρόν θα περιορίζει την ανάκαμψη στην απασχόληση, ποσοτικά και ποιοτικά και ανεξάρτητα από την ύφεση της ανεργίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση πρέπει να αποδεχθούν και να επικοινωνήσουν αλήθειες, όπως αυτές που αναφέρονται στο κείμενο διότι αυτές συνιστούν μια εξελισσόμενη πραγματικότητα την οποία η κοινωνία ήδη βιώνει και αποδέχεται, έστω σαν «κοινό μυστικό». Οι πολιτικοί πρέπει να δουλέψουν πάνω στο προφανές και το πραγματικό και να μην τα συγκαλύπτουν με ανακρίβειες και μισές αλήθειες, που δεν οδηγούν πουθενά.
Αν υπάρχει μέλλον για πολιτική σκέψη και δράση, δημοκρατία και ευημερία σε αυτόν τον τόπο, ο δρόμος του περνά μέσα από την απάντηση στα παρακάτω τρία ερωτήματα:
Αποδοχή της λιτότητας και της ανισότητας με αναδιανομή της φτώχειας στο κάτω σκέλος της ψαλίδας ή δημιουργία νέου πλούτου με ίδιους κανόνες για όλους;
Αποδοχή του ξενιτεμού ή ενθάρρυνση της παλινόστησης σαν βασικής εγγύησης για στέρεη ανάκαμψη της απασχόλησης εξασφαλίζοντας πραγματικά κίνητρα, οικονομικά (χαμηλή φορολογία) και επιστημονικά (αξιοκρατία);
Αποδοχή του δημογραφικού μαρασμού ή γενναία απάντηση στην πρόκληση με σημαντική ενίσχυση όλων των οικογενειών με παιδιά, χωρίς τις όποιες περικοπές που επιβάλλει η λιτότητα των δανειστών;
Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Twitter: @BlogGnathion